-
1 συν-δια-νεύω
συν-δια-νεύω, mit od. zugleich sich neigen, wenden; πάντῃ συνδιανευόντων τῶν ὀργάνων, Pol. 1, 23, 10; u. übertr., τῇ διανοίᾳ χρὴ συνδιανεύειν καὶ συῤῥέπειν ἐπὶ τοὺς τόπους, 3, 38, 5; Sp., wie Plut.
1 συν-δια-νεύω
συν-δια-νεύω, mit od. zugleich sich neigen, wenden; πάντῃ συνδιανευόντων τῶν ὀργάνων, Pol. 1, 23, 10; u. übertr., τῇ διανοίᾳ χρὴ συνδιανεύειν καὶ συῤῥέπειν ἐπὶ τοὺς τόπους, 3, 38, 5; Sp., wie Plut.